παρακλιδον

παρακλιδον
    παρακλιδόν
    παρακλῐ-δόν
    adv. в сторону, отклоняясь
    

ὄσσε π. ἔτραπεν ἄλλῃ HH.(Анхис) отвел глаза в сторону;

    οὐκ ἂν ἔγωγε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι π. Hom. — я ничего не скажу другого сверх и вне, т.е. я ни в чем не отклонюсь от истины


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παρακλιδον" в других словарях:

  • παρακλιδόν — turning aside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλιδόν — Α επίρρ. 1. κατά παρέκκλιση από το σωστό ή το αληθινό, απατηλά, παρά την αλήθεια, παρακεκλιμένως* 2. πλάγια, πλαγιαστά, προς άλλο μέρος («ὄσσε παρακλιδὸν ἔτραπεν ἄλλῃ» έστρεψε τους οφθαλμούς της προς άλλο μέρος, Ύμν. Αφρ.) 3. με στήριξη πάνω σε… …   Dictionary of Greek

  • παρακεκλιμένως — Α επίρρ. 1. με παρέκκλιση από την αλήθεια, παρά την αλήθεια, απατηλά, παρακλιδόν* 2. πλάγια, προς το άλλο μέρος («παρακεκλιμένως ἔπιπτεν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκλιμένος τού παρακλίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • παρατετραμμένως — Μ παρακλιδόν,* κατά παρέκκλιση από την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. μτχ. παθ. παρακμ. παρατετραμμένος τοὺ παρατρέπω] …   Dictionary of Greek

  • παρεξειπείν — Α (δ. γρφ. τού παρέξ εἰπεῑν) 1. λέω κάτι με πλάγιο τρόπο επί πλέον 2. μιλώ εναντίον τής αλήθειας («οὐκ ἄν ἐγώ γε ἄλλα παρεξείποιμι παρακλιδὸν οὐδ ἀπατήσω», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»